- ολεθροποιός
- ὀλεθροποιός, -όν (Α)αυτός που επιφέρει όλεθρο, ο ολέθριος («τὴν ὀλεθροποιὸν ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՄԱՀԱԲԵՐ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0195 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 11c, 12c ա. θανατηφόρος, θανάσιμος, φθοροποιός , ὁλεθροποιός, δηλήμων mortifer, lethifer, exitialis եւն. Բերօղ զմահ (մարմնոյ կամ հոգւոյ). պատճառ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)